- περιαλουργος
- περιαλουργόςπερι-ᾰλουργός2досл. окрашенный пурпуром, перен. пропитанный, преисполненный
(κακοῖς Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κακοῖς Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
περιαλουργός — with purple all round masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαλουργός — όν, Α αυτός που έχει πορφυρό χρώμα σε όλη την επιφάνεια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἁλουργός «πορφυρός»] … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek